(α)γελαδινός

(α)γελαδινός
(α)γελαδινός, -ή, -ό και αγελαδίσιος, -ια, -ιο
αυτός που ανήκει σε αγελάδα ή προέρχεται από αγελάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γελαδινός — ή, ό και δήσιος, α, ο αυτός που προέρχεται από αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελαδινός] …   Dictionary of Greek

  • γελαδινός, -ή — ό αγελαδινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγελαδινός — και γελαδινός, ή, ό [αγελάδα] ο αγελαδήσιος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”